Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Οι τελευταίες στιγμές του Μπελογιάννη

ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ, 14/5/1952, ΠΟΛΩΝΙΑ
Στη γαλλική εφημερίδα «Ουμανιτέ», δημοσιεύτηκε ανταπόκριση που περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του ήρωα Νίκου Μπελογιάννη. Δίνουμε πιο κάτω απόσπασμα απ’ την ανταπόκριση αυτή:
Ο υποδιευθυντής των φυλακών, κατά διαταγή του ανώτερου του πήγε στη πτέρυγα των φυλακών όπου βρίσκονταν τα κελιά των οχτώ μελλοθανάτων.
Μπαίνει στο κελί αρ. 2 όπου είναι κλεισμένοι οι Μπελογιάννης και Λαζαρίδης. Και οι δυο τους κοιμούνται τόσο βαθειά που δεν κατάλαβαν ότι μπήκε ο υποδιευθυντής. Πλησιάζει τον Μπελογιάννη και τον ξυπνάει με τα λόγια :
- Ξύπνα Νίκο.
Ο Μπελογιάννης δεν τρομάζει. Σηκώνεται και ρωτάει :
- Θα μας πατέ για καθαρό αέρα;
- Ναι Νίκο, του απαντάει αυτός. Θα σας οδηγήσουμε στο τόπο της εχτέλεσης.
Ο Μπελογιάννης βάζει τα παπούτσια και το σακάκι του. Μετά ζητάει απ’ τον υποδιευθυντή να του επιτρέψει να δει την Έλλη Ιωαννίδου πριν τον παραδώσουν στο εχτελεστικό απόσπασμα. Εν τω μεταξύ ξύπνησε και ο Λαζαρίδης και ήρεμα άρχισε να ντύνεται.
- Εσύ θα μείνεις, του λέει ο υποδιευθυντής.
Ο Μπελογιάννης υπενθύμισε στον υποδιευθυντή των φυλακών να του επιτρέψει ν’ αποχαιρετήσει την Ιωαννίδου. Μπροστά στο κελί της νεαρής αυτής γυναίκας ο Μπελογιάννης προσπαθεί να τη καθησυχάσει, απ’ τα κάγκελα του κελιού. Μόλις η Ιωαννίδου κατάλαβε για το τι πρόκειται να γίνει λέει κλαίγοντας ότι θέλει να πάει μαζί με τους συντρόφους της.
- Μη ζητάς νάρθεις μαζί μας Έλλη, της λέει ο Μπελογιάννης, και της δίνει το ρολόγι του, το πορτοφόλι και τις φωτογραφίες.
- Γεια χαρά Έλλη – της λέει χαμογελώντας. Δεν θα σε ξαναδώ πια ποτέ.
Απ’ το παραθυράκι προσπαθεί να τη φιλήσει.
Τους περνούν τις χειροπέδες. Περιμένουν να τους οδηγήσουν. Οι υπάλληλοι των φυλακών τους ρωτούν αν έχουν τελευταίες επιθυμίες.
Βγαίνοντας έξω στην αυλή ο Μπελογιάννης γυρίζει και λέει σ’ αυτούς που μένανε :
- Γεια χαρά σας παιδιά.
Μετά γυρίζει στους φρουρούς των φυλακών και τους αποχαιρετάει κι αυτούς. Τους μελλοθάνατους τους οδηγούν σε ένα μικρό δωμάτιο. Εκεί τους περίμενε ένας στρατιωτικός παπάς. Ο Μπελογιάννης μπαίνει πρώτος. Σε ερώτηση του παπά αν έχει να εξομολογηθεί κάτι, απαντάει :
- Όχι, σ’ ευχαριστώ, σεβάσμιε γέροντα.
Οι σύντροφοί του στέκονται λίγο πιο κοντά στον παπά.
Με το αμάξι το φυλακών και τη συνοδεία ισχυρής αστυνομικής δύναμης τους μεταφέρουν στο Γουδί, στον τόπο της εχτέλεσης : Στις 4 το πρωί το αυτοκίνητο έφτασε εκεί. Πρώτος βγαίνει απ’ αυτό ο Μπελογιάννης πηδώντας πάνω απ’ τα σκαλιά. Δίπλα σε κάθε μελλοθάνατο στέκονται από δυο αστυνομικοί. Εν τω μεταξύ οι αξιωματικοί απομακρύνονται και επιστρέφοντας δίνουν νευρικά διάφορες αλληλοσυγκρουόμενες διαταγές.
Ζητούν να στραφούν τα φώτα των στρατιωτικών αυτοκινήτων προς την πλατεία. Εκεί βάζουν τους μελλοθάνατους. Όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες λέγανε αργότερα ότι ο Μπελογιάννης ήταν πέρα για πέρα ήρεμος. Ο παπάς, που ήταν στην εχτέλεση, διηγήθηκε ότι ο Μπελογιάννης, τις τελευταίες στιγμές πριν το θάνατό του, έδινε την εντύπωση «ανθρώπου που ήθελε ν’ αγκάλιασε με το βλέμμα του όλον τον ορίζοντα».
Οι δημοσιογράφοι που παρακολουθούσαν την εχτέλεση από μακριά βεβαίωναν ότι άκουσαν το Μπελογιάννη να φωνάζει :
- «Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας»
Στις 4.11 το εκτελεστικό απόσπασμα σηκώνει τα όπλα.
- Πυρ !
Οι εχτελεσθέντες λυγούν τα γόνατα και ακούγεται το χτύπημα των σωμάτων τους πάνω στη γη. Ένας υπαξιωματικός πλησιάζει και δίνει στον καθένα τη «χαριστική βολή».
Στο νοσοκομείο φυλακών «Σωτηρία» που είναι κοντά στον τόπο της εχτέλεσης και βρίσκονται σ’ αυτό φυματικοί πολιτικοί κρατούμενοι κατάλαβαν τι γινόταν. Ξυπνούν όλοι και φωνάζουν :
«Μην πυροβολείτε ενάντιά τους. Αρκετό αίμα χύθηκε. Μην πυροβολείτε.»
Γρήγορα διαδίδεται στην πόλη η είδηση για τη δολοφονία. Παντού επικρατεί νευρικότητα και ταραχή. Δίπλα στο ταραγμένο πλήθος περνάει το αμάξι της φυλακής με τα λείψανα των δολοφονηθέντων για το νεκροταφείο, αφήνοντας ίχνη αίματος. Ο κόσμος βγάζει τα καπέλα. Απ’ τα παράθυρα των κελιών των φυλακών ανεμίζουν μαύρα μαντίλια σε ένδειξη πένθους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου